- παραδιαζευκτικός
- -ή, -όν Α [παραδιαζεύγνυμι]γραμμ. (για σύνδ.) διαζευκτικός με την έννοια τής άρσης ή θέσης άλλοτε μόνο τού ενός από τα διαζευγνυόμενα μέρη, άλλοτε και τών δύο (στην περίπτωση αυτή ο σύνδεσμος έχει την σημασία τού ἤ ή τού όπως εσύ («ἤ νέος ἠὲ παλαιός» — ή νέος ή παλαιός Ομ. Ιλ. Ξ 108).επίρρ...παραδιαζευκτικῶς Αμε παραδιαζευκτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.