παραδιαζευκτικός

παραδιαζευκτικός
-ή, -όν Α [παραδιαζεύγνυμι]
γραμμ. (για σύνδ.) διαζευκτικός με την έννοια τής άρσης ή θέσης άλλοτε μόνο τού ενός από τα διαζευγνυόμενα μέρη, άλλοτε και τών δύο (στην περίπτωση αυτή ο σύνδεσμος έχει την σημασία τού ἤ ή τού όπως εσύ («ἤ νέος ἠὲ παλαιός» — ή νέος ή παλαιός Ομ. Ιλ. Ξ 108).
επίρρ...
παραδιαζευκτικῶς Α
με παραδιαζευκτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραδιαζευκτικός — subdisjunctive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδιαζευκτικόν — παραδιαζευκτικός subdisjunctive masc acc sg παραδιαζευκτικός subdisjunctive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδιαζευκτικοῖς — παραδιαζευκτικός subdisjunctive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδιαζευκτικοί — παραδιαζευκτικός subdisjunctive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδιαζευκτικοῦ — παραδιαζευκτικός subdisjunctive masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδιαζευκτικούς — παραδιαζευκτικός subdisjunctive masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδιαζευκτική — παραδιαζευκτικός subdisjunctive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδιαζευκτικῶς — παραδιαζευκτικός subdisjunctive adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδιαζευκτικῷ — παραδιαζευκτικός subdisjunctive masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”